Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) εγκρίνω 5) (

См. также в других словарях:

  • εγκρίνω — εγκρίνω, ενέκρινα βλ. πίν. 172 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐγκρίνω — ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in aor subj act 1st sg ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in pres subj act 1st sg ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in pres ind act 1st sg ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρινῶ — ἐγκρῐνῶ , ἐγκρίνω reckon in aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἐγκρῐνῶ , ἐγκρίνω reckon in fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκρίνω — (Α ἐγκρίνω) 1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῡ τιν ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα) 2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον»,… …   Dictionary of Greek

  • εγκρίνω — ενέκρινα, εγκρίθηκα, εγ(κε)κριμένος, μτβ. 1. ύστερα από κρίση αποδέχομαι κάτι ως ορθό, παραδέχομαι: Η αντιπολίτευση δεν εγκρίνει την κυβερνητική πολιτική. 2. με την έγκρισή μου κάτι το κάνω έγκυρο, το επικυρώνω: Εγκρίθηκε η δαπάνη από το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκεκριμένα — ἐγκρίνω reckon in perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκεκριμένᾱ , ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκεκριμένᾱ , ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκριμένον — ἐγκρίνω reckon in perf part mp masc acc sg ἐγκρίνω reckon in perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκριμένων — ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem gen pl ἐγκρίνω reckon in perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρῖνον — ἐγκρίνω reckon in pres part act masc voc sg ἐγκρίνω reckon in pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδοκιμάζω — εγκρίνω, αποδέχομαι, επικροτώ («επιδοκιμάζω τις απόψεις σου») …   Dictionary of Greek

  • ἐγκεκριμέναις — ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»